ολοσκότεινος

ολοσκότεινος
-η, -ο
ο εντελώς σκοτεινός, θεοσκότεινος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολοσκότεινος — η, ο ο εντελώς σκοτεινός, ο κατασκότεινος: Ολοσκότεινη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμφικνεφής — ἀμφικνεφής, ές (Μ) ο σκοτεινός από όλες τις πλευρές, ολοσκότεινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κνέφας «σκοτάδι»] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”